παραλληλογράφος

παραλληλογράφος
ο инструмент для проведения параллельных линий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "παραλληλογράφος" в других словарях:

  • παραλληλογράφος — ο όργανο κατάλληλο για τη χάραξη παράλληλων ευθειών. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράλληλος + γράφος*] …   Dictionary of Greek

  • παραλληλογράφος — ο όργανο για τη χάραξη παράλληλων γραμμών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • παραλληλογραφικός — ή, ό [παραλληλογράφος] φρ. «παραλληλογραφικός κανόνας» μαθημ. όργανο που αποτελείται από σύστημα τροχίσκων που τού επιτρέπει την παράλληλη μετατόπιση και το οποίο χρησιμοποιείται για τη χάραξη παράλληλων ευθειών …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»